1 Νοεμβρίου 2011

Τρία σενάρια για το μέλλον των τραπεζών - Τι θα συμβεί με τις μετοχές

  (Φωτογραφία:  Reuters )



Αθήνα
Σε παρτίδα πόκερ για γερά νεύρα εξελίσσεται η διαπραγμάτευση για την αποφυγή της κρατικοποίησης των μεγάλων ιδιωτικών τραπεζών, ενώ την ίδια στιγμή οι εξελίξεις για την ανακεφαλαιοποίηση των πιστωτικών ιδρυμάτων σε Ελλάδα και Ευρώπη είναι καταιγιστικές και εκτείνονται σε πολλά επίπεδα.

Αν και σε πρώτη ανάγνωση τα συμφέροντα του Δημοσίου συγκρούονται με τα συμφέροντα των μετόχων των τραπεζών, μεγάλων και μικρών, το πλήθος παραγόντων που υπεισέρχονται στις συζητήσεις για το «κούρεμα» και τα τελικά δημοσιονομικά οφέλη, οδηγούν σε πιο συναινετικές λύσεις.

Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση εξετάζει υβριδικά σχήματα για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών σε μια προσπάθεια να μην υπάρξει περαιτέρω επιβάρυνση του δημοσίου χρέους, αλλά και να διασφαλισθεί πως οι βασικοί μέτοχοι των ιδρυμάτων θα συνδράμουν με όλες τους τις δυνάμεις στην προσπάθεια κεφαλαιακής ενίσχυσης μετά το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων. Σε κάθε περίπτωση τον τελικό λόγο τον έχει η Ευρώπη, η οποία και θα στηρίξει με 30 δισ. ευρώ τα τραπεζικά ιδρύματα.

Βασική μέριμνα του υπουργείου Οικονομικών είναι οι (εκτιμώμενες) καθαρές ζημιές ύψους 12 δισ. ευρώ περίπου (εξαιρουμένων των προβλέψεων του προηγούμενου PSI – haircut 21% - ύψους 6,1 δισ. ευρώ) που θα καταγράψουν τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα από «κούρεμα» 50% στα ομόλογα που κατέχουν και οι (εκτιμώμενες) πρόσθετες ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης ύψους 20 δισ. ευρώ περίπου να καλυφθούν από τις τράπεζες με ίδια μέσα. Αυτό θα επιχειρηθεί με δύο τρόπους. Με αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και με πώληση περιουσιακών στοιχείων.
Με τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου οι τράπεζες δεν καλούνται απλά να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της κεφαλαιακής επάρκειας ως αποτέλεσμα των επισφαλειών και της απομείωσης των τιμών των ομολόγων. Καλούνται παράλληλα να βάλουν τις βάσεις για να πάρει μπροστά η οικονομία, διοχετεύοντας πιστώσεις προς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Ωστόσο, οι μεγάλες ιδιωτικές ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να απευθυνθούν στις αγορές για να αντλήσουν συνολικά 7 δισ. ευρώ (τα κεφαλαία που άντλησαν τους τελευταίους 24 μήνες προσαυξημένα κατά 20%) σε μια περίοδο που θα βγουν στις αγορές δεκάδες τράπεζες σε όλη την Ευρώπη προκειμένου να αντλήσουν κεφάλαια, κάτι που μπορεί να προκαλέσει βραχυπρόθεσμα κάποιες παρενέργειες στη ρευστότητα αλλά και στις χρηματιστηριακές αγορές. Έτσι, το εγχείρημα δυσκολεύει. «Είμαστε διατεθειμένοι να αντλήσουμε το μέγιστο ύψος κεφαλαίων σε ανεκτά επίπεδα κόστους», δηλώνει στο in.gr για το θέμα στέλεχος ιδιωτικής τράπεζας.
Την ίδια στιγμή έχουν ήδη υπάρξει πρωτοβουλίες για αναδιάρθρωση των τραπεζικών ομίλων με περαιτέρω απομόχλευση των ισολογισμών τους μέσω πώλησης μη στρατηγικών στοιχείων του ενεργητικού, και ισόρροπης διαχείρισης των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, τη μείωση σε έκθεση σε δάνεια, τη μείωση του λειτουργικού κόστους, και τη λειτουργική και οργανωτική τους ανασυγκρότηση. «Οι ζημιογόνες και μη θυγατρικές των ελληνικών τραπεζών στα Βαλκάνια είναι ήδη προς πώληση. Μέχρι τα μέσα Μαρτίου αναμένεται να ολοκληρωθούν όλες οι σχετικές ενέργειες», δηλώνει στο in.gr έμπειρο τραπεζικό στέλεχος, προσθέτοντας πως «ότι κτίσανε οι ελληνικές τράπεζες στην Ανατολική Ευρώπη την τελευταία δεκαετία θα πωληθεί μέσα σε 100 ημέρες». Πάντως, σύμφωνα με εκτιμήσεις, τα κεφάλαια που δύνανται να συγκεντρώσουν οι τράπεζες από την πώληση στρατηγικών και μη στοιχείων του ενεργητικού τους δεν ξεπερνούν αθροιστικά τα 5 δισ. ευρώ στην καλύτερη των περιπτώσεων.
Ωστόσο, προκειμένου τα βασικά ίδια κεφάλαια (Core Τier 1) των ελληνικών τραπεζών να ανέλθουν μετά το «κούρεμα» στο προβλεπόμενο από τη Σύνοδο Κορυφής 9% (10% απαιτεί το Μνημόνια) τα ποσά που θα απαιτηθούν από τις ελληνικές τράπεζες ανέρχονται - σύμφωνα με αναλύσεις διεθνών οίκων - σε 5 δισ. ευρώ για την Εθνική Τράπεζα, σε 4,4 δισ. ευρώ για την Eurobank, σε 3,7 δισ. ευρώ για την Τράπεζα Πειραιώς, σε 1,9 δισ. ευρώ για την Αγροτική Τράπεζα, σε 1,7 δισ. ευρώ για το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, σε 1,7 δισ. ευρώ για την Marfin και σε 1,6 δισ. ευρώ για την Alpha Bank. Σε αυτά δεν υπολογίζονται οι όποιες ανάγκες ανακύψουν μετά τον έλεγχο της Blackrock. Είναι λοιπόν προφανές ότι με αποκλειστικά δικές τους δυνάμεις οι ελληνικές τράπεζες δεν μπορούν να ανακεφαλαιοποιηθούν.
Το υπουργείο Οικονομικών εξετάζει δύο διαφορετικά σενάρια για τη μεταχείριση των τραπεζών μετά τις ίδιες προσπάθειες για ενίσχυση των κεφαλαίων τους. Ειδικότερα:
α) Όσες τράπεζες δεν μπορέσουν να αντλήσουν κεφάλαια θα οδηγηθούν στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και θα ενισχυθούν εκδίδοντας κοινές μετοχές. Έτσι, θα αλλάξουν άρδην οι μετοχικές σχέσεις των ιδρυμάτων, τα οποία θα κρατικοποιηθούν. Αυτό θα γίνει διότι τα ιδρύματα θα εκδώσουν κοινές μετοχές υπέρ του Δημοσίου, μέχρι το ποσού της κεφαλαιακής ενίσχυσης. Έτσι, αν σήμερα μια τράπεζα έχει 500 εκατομμύρια μετοχές αξίας 1 ευρώ και χρειάζεται πρόσθετα κεφαλαία 2,5 δισ. ευρώ, θα προχωρήσει σε αύξηση κεφαλαίου υπέρ του Δημοσίου εκδίδοντας 5 δισεκατομμύρια μετοχές αξίας 0,50 ευρώ ανά μετοχή. Αυτό σημαίνει πως οι παλαιοί μέτοχοι θα βρεθούν να έχουν το 17% των μετοχών της τράπεζας και το Δημόσιο το 83%.
β) Για τις τράπεζες που θα οδηγήσουν τον βασικό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας τους (Core Τier 1) κοντά στα εποπτικά επίπεδα εξετάζεται η απευθείας ενίσχυση τους από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) μέσω της έκδοσης προνομιούχων μετοχών. Πρέπει να αποσαφηνισθεί πως και σε αυτή τη διαδικασία θα επιστρατευθεί το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το οποίο όμως θα λειτουργήσει ως βραχίονας του EFSF. Η αλλαγή χρήσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας επιτρέπεται μέσα από τη διασταλτική ερμηνεία των αποφάσεων της Συνόδου Κορυφής της 26ης Οκτωβρίου. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεσμεύθηκαν για τη στήριξη και την αναχρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών, προκειμένου τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Ελλάδας να είναι σε θέση να απορροφήσουν τις νέες ζημιές από το κούρεμα που θα επιβληθεί στο ελληνικό χρέος. Στο έγγραφο των συμπερασμάτων της Συνόδου επισημαίνεται ρητά ότι η Ευρωζώνη δεσμεύεται για την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών. Όπως αναφέρεται οι Ευρωπαίοι θα παράσχουν πιστωτική αναβάθμιση (credit enhancement) ώστε να διασφαλιστούν τα collaterals των ελληνικών τραπεζών και η άντληση ρευστότητας από την ΕΚΤ.
Το υπουργείο Οικονομικών καλοβλέπει την έκδοση προνομιούχων μετοχών καθώς θα μπορούσε με τον τρόπο αυτό και σε συνεννόηση με την Eurostat να καταγράψει τη διαδικασία αυτή ως απόλυτα σύννομη προσωρινή ευρωπαϊκή ενίσχυση και να μην εγγράψει στο χρέος την επιβάρυνση που θα προκύψει από την κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών. Οι τράπεζες από την πλευρά τους επιθυμούν την ενίσχυση τους μέσω της έκδοσης προνομιούχων μετοχών στο πνεύμα του Ν. 3723/2008.
Πάντως, και στην περίπτωση των προνομιούχων το Δημόσιο είναι ο απόλυτος ρυθμιστής των εξελίξεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα το Δημόσιο στο πλαίσιο του Ν. 3723/2008 διαθέτει στις τράπεζες προνομιούχες μετοχές ύψους 3,4 δισ. ευρώ. Οι οποίες σύμφωνα με το νόμο έχουν εγγυημένη ετήσια απόδοση 10%, δηλαδή θα πρέπει να αποφέρουν στο Κράτος έσοδα 340 εκατ. ευρώ (έσοδα που μέχρι σήμερα δεν έχουν αποδοθεί). Εάν το ποσό των προνομιούχων τριπλασιασθεί το κράτος θα έχει να λαμβάνει σε ετήσια βάση 1 δισ. ευρώ. Το βάρος αυτό θα είναι μεγάλο για τις τράπεζες, ωστόσο τα έσοδα για τα κρατικά ταμεία θα είναι ιδιαιτέρως υπολογίσιμα. Την ίδια στιγμή το Δημόσιο μέσω των επιτρόπων που έχει διορίσει στα Διοικητικά Συμβούλια των τραπεζών έχει μείζονα λόγο για τις σημαντικές αποφάσεις που λαμβάνουν αυτά.
Στο σημείο αυτό όμως πρέπει να διευκρινισθεί το παραμένει ακόμη αδιευκρίνιστο το εάν το κουπόνι των προνομιούχων μετοχών θα εισπράττεται από το Δημόσιο ή από τον EFSF και εάν η απόδοσή του θα παραμείνει στο 10% ή θα είναι χαμηλότερη, καθώς και το EFSF δανείζει με μικρότερο κόστος.
Τέλος, ιδιαίτερη κρίσιμη παράμετρος για την κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών είναι το τι τελικά θα συμφωνηθεί για το «κούρεμα» των ομολόγων. Οι τράπεζες διεκδικούν «κούρεμα» 30% επί της ονομαστικής αξίας των ομολόγων που κατέχουν με αντάλλαγμα 20ετή ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου που δεν θα περιβάλλονται από εγγύηση, αλλά θα αντιστοιχούν στο 70% της ονομαστικής αξίας των παλαιών ομολόγων. Μια τέτοια εξέλιξη θα εξυπηρετούσε τις περισσότερες τράπεζες ειδικά αν συνοδευόταν από μια ήπια λογιστική αντιμετώπιση.
Θανάσης Κουκάκης
Newsroom ΔΟΛ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου